φιλέμπορος

φιλέμπορος
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά το εμπόριο και τα ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἔμπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλέμπορος — fond of traffic and travel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέμπορον — φιλέμπορος fond of traffic and travel masc/fem acc sg φιλέμπορος fond of traffic and travel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέμποροι — φιλέμπορος fond of traffic and travel masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”